στέλεχος

στέλεχος
Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα κλαδιά και τα φύλλα. Τα τελευταία παίρνουν το όνομα «φύλλα στελέχους» για να διακρίνονται από τα φύλλα των κλαδιών και τα παράρριζα. Τα φυτά, που φαίνεται ότι δεν έχουν σ., λέγονται άκαυλα. Στελεχοκαρπία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο φυτά, όπως η κουτσουπιά (κερκίς η κερατονιοειδής), έχουν τους καρπούς τους κατά ομάδες, κατ’ ευθείαν πάνω στο βλαστό και στα χοντρά κλαδιά, χωρίς τη μεσολάβηση μικρότερων κλαδιών. Φωτογραφία ανθισμένου δέντρου στην οποία φαίνονται παραστατικά οι βλαστοί του, οι γνωστοί επιστημονικά με την ονομασία στελέχη. Στα στελέχη βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα των φυτών.
* * *
το, ΝΜΑ και στέλεχος, ὁ, Α
βλαστός δέντρου ή φυτού («δρυὸς ἐν στελέχει», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. το κύριο σώμα ενός πράγματος, ο κορμός του, σε αντιδιαστολή προς τα τμήματά του
2. το βασικό μέρος διπλότυπου βιβλίου αποδείξεων πληρωμών, εισιτηρίων, λαχείων κ.ά., το οποίο απομένει στον εκδότη
3. τεχνολ. α) ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που αποτελεί λαβή εργαλείου ή μοχλό μηχανής ή άλλο μέρος της
β) (ειδικά) ο στειλεός, το στειλιάρι
4. στρατ. κάθε αξιωματικός, εκτός από τον διοικητή, ή υπαξιωματικός μιας στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας
5. ενεργό και σημαντικό μέλος πολιτικού κόμματος, οργάνωσης, υπηρεσίας ή επιχείρησης (α. «πολιτικό στέλεχος» β. «ηγετικό στέλεχος»)
6. ανατ. ο κύριος κορμός νεύρων ή αγγείων από τον οποίο αυτά διακλαδίζονται
7. (μικρβλ.) α) καθαρή καλλιέργεια ενός είδους μικροβίου που προέρχεται από έναν και μόνο αρχικό κλώνο, ο οποίος διαφέρει από τους άλλους τού ίδιου είδους σε ορισμένους φυσιολογικούς χαρακτήρες
β) σύνολο κυττάρων ή ιών που προέρχονται από τον ίδιο κλώνο και εμφανίζουν τα τυπικά χαρακτηριστικά τού αρχικού βακτηρίου ή ιού
8. ζωοτ. σχετικά ομογενές σύνολο ζώων τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν από ένα ορισμένο επίπεδο αποδόσεων
9. φρ. «κύτταρο στέλεχος»
(γενετ.) προγονικό κύτταρο το οποίο δίνει γένεση σε μια κυτταρική γενιά
αρχ.
1. η κορυφή ή η στεφάνη τής ρίζας δένδρου από την οποία αρχίζει ο βλαστός
2. κομμάτι ξύλου κομμένου από κορμό δέντρου
3. κοίλος κορμός δέντρου («εἰσδυόμενος εἰς τὰ στελέχη», Αριστοτ.)
4. μτφ. ανόητος και άξεστος άνθρωπος, κούτσουρο, στειλιάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στέλε-χος έχει σχηματιστεί από το θ. τών στελεά / στελεός, με εκφραστικό επίθημα -χος (πρβλ. σέλα-χος, τέμα-χος). Η αναγωγή τών τ. στη ρίζα *stel- τού στέλλω*, αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί (βλ. και λ. στελεά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στέλεχος — crown of the root neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέλεχος — το 1. βλαστός φυτού. 2. σημαντικό μέλος: Ανήκει στα στελέχη του κόμματος. – Είναι σημαντικό στέλεχος της επιχείρησης. 3. το μέρος του βιβλίου αποδείξεων που απομένει σ αυτόν που τις δίνει: Η εφορία ζήτησε τα στελέχη των αποδείξεων για έλεγχο. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στελέχει — στέλεχος crown of the root neut nom/voc/acc dual (attic epic) στελέχεϊ , στέλεχος crown of the root neut dat sg (epic ionic) στέλεχος crown of the root neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελέχη — στέλεχος crown of the root neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στέλεχος crown of the root neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελεχέων — στέλεχος crown of the root neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελεχῶν — στέλεχος crown of the root neut gen pl (attic epic doric) στελεχόω form a stem pres part act masc voc sg (doric aeolic) στελεχόω form a stem pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στελεχόω form a stem pres part act masc nom sg στελεχόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελέχεος — στέλεχος crown of the root neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελέχεσι — στέλεχος crown of the root neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελέχεσιν — στέλεχος crown of the root neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελέχην — στέλεχος crown of the root neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”